φερτίκια

φερτίκια
τα
τα έξοδα μεταφοράς από τόπο σε τόπο, τα κομιστικά, τα κόμιστρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φερτίκια — τα, Ν τα χρήματα που παίρνει ή πληρώνει κανείς για τη μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, κόμιστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερτός + κατάλ. ίκια (πρβλ. συχαρ ίκια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”